Το Σπήλαιο του Δράκου στην Καστοριά φημίζεται για τον… μύθο του Δράκου, απ’ τον οποίο φέρει και το όνομά του, αλλά και τις απίστευτες ομορφιές του.
Ενα σπήλαιο μικρό, καθώς η διαδρομή του δεν ξεπερνά τα 300 μέτρα, με τη διάρκεια της περιήγησης να μην ξεπερνά τα 20 λεπτά.
Σταλακτίτες, σταλαγμίτες και μικρές λιμνούλες συνθέτουν ένα πανέμορφο σκηνικό, που παραπέμπει σε ένα προϊστορικό τοπίο.
Η ιστορία του
Στις γραπτές μαρτυρίες από την εποχή της τουρκοκρατίας, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και σε προγενέστερες.
Πιθανολογείται ότι η ύπαρξη του σπηλαίου ήταν άγνωστη αφού η είσοδος του δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανής λόγω μορφολογίας, αλλά και επειδή η παραλίμνια διαδρομή δεν ήταν προσβάσιμη και η προσέγγιση του σημείου μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από τη λίμνη.
Το σπήλαιο ανακαλύφθηκε τυχαία από ντόπιους τη δεκαετία του 1940 όταν και διανοίχτηκε ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, στον οποίο αποδόθηκε και το όνομα της παραλίμνιας οδού.
Αργότερα (1954) ο Σουηδός εξερευνητής Linberg αφού περιηγήθηκε στο σπήλαιο, ενημέρωσε την τοπική κοινωνία για τον πλούσιο και αξιοθαύμαστο εσωτερικό του διάκοσμο.
Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια ανάδειξης του σπηλαίου έγινε από τον Τζώνη Ζερβουδάκη σε συνεργασία με την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία (ΕΣΕ) το 1963 οπότε και δόθηκε η πρώτη αδρή χαρτογράφηση καθώς και οι πρώτες φωτογραφίες από το εσωτερικό του.
Η έρευνα κλιμακώθηκε το 1966 και ολοκληρώθηκε το 1969 από κλιμάκιο της ΕΣΕ που καταχώρησε το σπήλαιο στο επίσημο ετήσιο Δελτίο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας.
Παράλληλα ο επικεφαλής των ερευνών κ.Παλληκαρόπουλος εκπόνησε μια προμελέτη για την τουριστική αξιοποίηση του σπηλαίου.
Οι συνεχείς δημοσιεύσεις από τους τοπικούς φορείς καθώς και η διενέργεια αλλεπάλληλων εξερευνήσεων είχαν καταλυτική επίδραση. Σαν αποτέλεσμα, αρμόδιοι υπάλληλοι της Εφορείας Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, προσκεκλημένοι από το Δήμο, και σε συνεργασία με το Σύλλογο Φίλων Περιβάλλοντος υπέβαλαν επίσημο πόρισμα (1995) για την καταλληλόλητα και τις δυνατότητες αξιοποίησης του σπηλαίου.
Ακολούθως, ο Δήμος Καστοριάς στράφηκε στην αναζήτηση χρηματοδότησης για την ανάθεση και εκπόνηση της οριστικής μελέτης. Οι πόροι εξασφαλίστηκαν από το Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης και οι προσπάθειες ξεκίνησαν (1998) από ομάδα Καστοριανών μελετητών και επιβλέποντες της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου. Στη συνέχεια το έργο «Αξιοποίηση Σπηλαίου Δράκου Καστοριάς» εντάχθηκε στο Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα (ΠΕΠ) Δυτικής Μακεδονίας.
Μόλις στα τέλη του 2009 (13 Δεκεμβρίου) το σπήλαιο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό. Πρόκειται για ένα από τα πιο σύγχρονα και εντυπωσιακά σπήλαια των Βαλκανίων, εξοπλισμένο με ιδιαίτερα εξελιγμένες εγκαταστάσεις και σύστημα ανακύκλωσης αέρα που επιτρέπει τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης του σπηλαίου ενώ ταυτόχρονα αποτρέπει τη διάβρωση στο εσωτερικό του.
Ο μύθος του Δράκου
Σύμφωνα με την παράδοση και αφήγηση του λαογράφου Δ.Γιαννούση (Ακρόπολη, 11-7-54), πριν από πολλά πολλά χρόνια, η σπηλιά ήταν χρυσορυχείο το οποίο φύλαγε ένας δράκος.
Το τέρας ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς σε όποιον τολμούσε να βρεθεί στο κατώφλι του…
Ο πρώτος βασιλιάς της πόλης, ο Κάστωρ, για να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδερφό του Πολυδεύκη (έτερο των Διοσκούρων), θέλησε να του δείξει τη σπηλιά.
Ανακοίνωσε λοιπόν ότι, όποιος τολμούσε να τα βάλει με τον δράκο και να τον εξουδετερώσει, θα κέρδιζε δώρα πολλά. Τότε, παρουσιάστηκε ένας νεαρός γεροδεμένος ο οποίος πάλεψε άγρια με τον δράκο και τελικά κατάφερε να τον χτυπήσει θανάσιμα με το δόρυ του, ρίχνοντας τον νεκρό στα νερά της λίμνης.
Ο κόσμος και οι Διόσκουροι, πανηγύρισαν το γεγονός και αφού ευχαρίστησαν το θεό Πάνα, μπήκαν στο σπήλαιο κρατώντας αναμμένους δαυλούς. Καθώς προχωρούσαν εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά του σπηλαίου, η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου.
Σε ένα σημείο όπου η δίοδος στένεψε, οι δαυλοί τους έσβησαν και το σπήλαιο βυθίστηκε στο σκοτάδι.
Τότε ακούστηκε μια απόκοσμη φωνή να λέει: «Εκείνος που θα σκύψει για να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα το μετανιώσει αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει πάλι θα μετανιώσει!»
Κάποιοι τρόμαξαν και φοβήθηκαν να πάρουν κάτι στα χέρια τους, ενώ οι πιο τολμηροί γέμισαν βιαστικά τον κόρφο τους με λάσπη. Όταν βγήκαν από το σπήλαιο στο φως του ήλιου, εκείνοι με τη λάσπη διαπίστωσαν με έκπληξη ότι αυτό που κρατούσαν ήταν υγρή χρυσόσκονη!
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι ο μύθος διατηρήθηκε και στις νεότερες γενιές καθώς πριν ανοίξει το σπήλαιο για το κοινό, οι ντόπιοι γονείς απέτρεπαν τα παιδιά να πλησιάσουν την είσοδο της σπηλιάς με τον ισχυρισμό ότι έχει το σχήμα στόματος δράκου δημιουργώντας έτσι μια ιστορία και συνέχεια γύρω από την ιδέα ενός τρομερού τέρατος.