Οι λίμνες Ζερέλια ή Ζηρέλια είναι δύο λίμνες κυκλικού σχήματος, που βρίσκονται 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Αλμυρού, σε υψόμετρο 130 μέτρων από τη θάλασσα, στους βόρειους πρόποδες της Όθρυος.
Ανατολικά της μεγάλης λίμνης υπάρχει μικρός γήλοφος. Εκεί έχει εντοπιστεί προϊστορικός οικισμός ο οποίος κατοικήθηκε για πρώτη φορά κατά τις αρχές της Μέσης Νεολιθικής 5.800-5.300 π.Χ. και συνέχισε να κατοικείται κατά την Εποχή του Χαλκού και τα ιστορικά χρόνια.
Η ιδιαιτερότητα των λιμνών αυτών οφείλεται στην πιθανολογούμενη μετεωριτική τους προέλευση, λίμνες μάαρ, οι μόνες αυτού του τύπου που απαντώνται στην Ελλάδα, και στο αρχαιολογικό ενδιαφέρον του χώρου. Η απόσταση μεταξύ των δύο λιμνών είναι περίπου 250 μ. Η μεγαλύτερη λίμνη έχει διάμετρο 250 μ. και βάθος περίπου 8 μ., ενώ η μικρότερη έχει διάμετρο 150 μ. και βάθος περίπου 6 μ. Ο πυθμένας τους έχει σχήμα πιάτου.
Όι λίμνες αποτελούν υδροβιότοπο όπου συχνάζουν λευκοί πελαργοί και διάφορα είδη υδρόβιων πτηνών και πουλιων που ζουν κοντά στο νερό Οι λίμνες αρχικά θεωρούνταν πως είναι καρστικές δολίνες ή πως έχουν ηφαιστειογενή προέλευση.
Τον Δεκέμβριο του 2010, οι γεωλόγοι ερευνητές Ευάγγελος Λάγιος και Dietrich Volker J. βρήκαν εκεί μερικώς τετηγμένο ζιρκόνιο, για την τήξη του οποίου απαιτούνται θερμοκρασίες μεγαλύτερες των 1.400 – 1.800 °C.
Επειδή όμως τόσο υψηλές θερμοκρασίες δεν απαντώνται σε διαδικασίες μαγματισμού ή σε φαινόμενα μεταμόρφωσης στον γήινο φλοιό και τον ανώτερο μανδύα, οι ερευνητές πρότειναν, ως πιθανότερη εξήγηση, ότι πρόκειται για κρατήρες που δημιουργήθηκαν από πρόσκρουση μετεωρίτη.
Κατά τους Λάγιο και Volker, η πρόσκρουση αυτή θα έλαβε χώρα κατά την εποχή του Ολόκαινου, πριν από 12.500 με 8.000 χρόνια, το πιθανό μέγεθος των θραυσμάτων που προσέκρουσαν εκτιμάται από 10 έως 30μ και το φαινόμενο αυτό είναι μοναδικό στην Ελλάδα.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι αντίστοιχες περιπτώσεις δεν ξεπερνούν τις 40 και σε ολόκληρο τον πλανήτη τις 178 Ο γήλοφος Μαγούλα Ζερέλια έχει ανασκαφεί στις αρχές του 20ού αιώνα. Λίγο αργότερα οι Βρεταννοί αρχαιολόγοι ανέσκαψαν συστηματικά την τοποθεσία και χρονολόγησαν τον οικισμό (αναγνωρίστηκαν οκτώ αρχαιολογικά στρώματα), βρίσκοντας ίχνη κατοίκησης μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ.
Το 1992, η Ολλανδική Αρχαιολογική Σχολή διεξήγαγε επιφανειακή έρευνα κατά την οποία εντοπίστηκαν κεραμικά θραύσματα της εποχής του Χαλκού, καθώς και λίγα βυζαντινά του 12ου αι. μ.Χ. Τελικά Το 2005, ξεκίνησε συστηματική έρευνα, από το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κατά τον πρώτο χρόνο της έρευνας αυτής, βρέθηκαν ίχνη από πασσαλότρυπες και πήλινο δάπεδο, στοιχεία που συνηγορούν στην ύπαρξη πασσαλόπηκτης οικίας της πρώιμης Εποχής του Χαλκού.